Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑποπαλαίω
ὑποπάσσω
ὑποπεινάω
ὑπόπεμπτος
ὑποπέμπω
ὑποπέρδομαι
ὑποπερκάζω
ὑποπετάννυμι
ὑπόπετρος
ὑποπιθηκίζω
ὑποπίμπλημι
ὑποπίμπρημι
ὑποπίνω
ὑποπίπτω
Ὑποπλάκιος
ὑπόπλεος
ὑποπλέω
ὑποπνέω
ὑπό
ὑποπόδιον
ὑποποιέω
View word page
ὑποπίμπλημι
ὑποπίμπλημι fut. -πλήσω Pass., aor1 ὑπ-επλήσθην to fill by degrees:—Pass., πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος now beginning to have a thick beard, Plat.; ὑποπίμπλαμαι τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων have my eyes filling with tears, Luc. in Pass. of women, τέκνων ὑποπλησθῆναι to become mothers of many children, Hdt.

ShortDef

to fill by degrees

Debugging

Headword:
ὑποπίμπλημι
Headword (normalized):
ὑποπίμπλημι
Headword (normalized/stripped):
υποπιμπλημι
IDX:
34128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34167
Key:
u(popi/mplhmi

Data

{'content': 'ὑποπίμπλημι\n fut. -πλήσω\n Pass., aor1 ὑπ-επλήσθην\n to fill by degrees:—Pass., πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος now beginning to have a thick beard, Plat.; ὑποπίμπλαμαι τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύων have my eyes filling with tears, Luc.\n in Pass. of women, τέκνων ὑποπλησθῆναι to become mothers of many children, Hdt.', 'key': 'u(popi/mplhmi'}