Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑποξύω
ὑποπαλαίω
ὑποπάσσω
ὑποπεινάω
ὑπόπεμπτος
ὑποπέμπω
ὑποπέρδομαι
ὑποπερκάζω
ὑποπετάννυμι
ὑπόπετρος
ὑποπιθηκίζω
ὑποπίμπλημι
ὑποπίμπρημι
ὑποπίνω
ὑποπίπτω
Ὑποπλάκιος
ὑπόπλεος
ὑποπλέω
ὑποπνέω
ὑπό
ὑποπόδιον
View word page
ὑποπιθηκίζω
ὑποπιθηκίζω fut. σω to play the ape a little, Ar.
ShortDef
to play the ape a little
Debugging
Headword:
ὑποπιθηκίζω
Headword (normalized):
ὑποπιθηκίζω
Headword (normalized/stripped):
υποπιθηκιζω
IDX:
34127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34166
Key:
u(popiqhki/zw
Data
{'content': 'ὑποπιθηκίζω\n fut. σω\n to play the ape a little, Ar.', 'key': 'u(popiqhki/zw'}