Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑποξύριος
ὑποξύω
ὑποπαλαίω
ὑποπάσσω
ὑποπεινάω
ὑπόπεμπτος
ὑποπέμπω
ὑποπέρδομαι
ὑποπερκάζω
ὑποπετάννυμι
ὑπόπετρος
ὑποπιθηκίζω
ὑποπίμπλημι
ὑποπίμπρημι
ὑποπίνω
ὑποπίπτω
Ὑποπλάκιος
ὑπόπλεος
ὑποπλέω
ὑποπνέω
ὑπό
View word page
ὑπόπετρος
ὑπόπετρος ὑπό-πετρος, ον, somewhat rocky, Hdt.
ShortDef
somewhat rocky
Debugging
Headword:
ὑπόπετρος
Headword (normalized):
ὑπόπετρος
Headword (normalized/stripped):
υποπετρος
IDX:
34126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34165
Key:
u(po/petros
Data
{'content': 'ὑπόπετρος\n ὑπό-πετρος, ον,\n somewhat rocky, Hdt.', 'key': 'u(po/petros'}