Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντιτέμνω
ἀντιτεχνάομαι
ἀντιτέχνησις
ἀντίτεχνος
ἀντιτίθημι
ἀντιτιμάω
ἀντιτιμωρέομαι
ἀντιτίνω
ἀντιτολμάω
ἀντίτολμος
ἀντίτομος
ἀντίτονος
ἀντιτοξεύω
ἀντιτορέω
ἄντιτος
ἀντιτρέφω
ἀντιτυγχάνω
ἀντίτυπος
ἀντιτυπόω
ἀντιτύπτω
ἀντιφερίζω
View word page
ἀντίτομος
ἀντίτομος ἀντιτέμνω cut as a remedy for an evil: —ἀντίτομον, ου, τό, a remedy, antidote, Hom.; τινος for a thing, Pind.

ShortDef

cut as a remedy for

Debugging

Headword:
ἀντίτομος
Headword (normalized):
ἀντίτομος
Headword (normalized/stripped):
αντιτομος
IDX:
3415
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3416
Key:
a)nti/tomos

Data

{'content': 'ἀντίτομος\n ἀντιτέμνω\n cut as a remedy for an evil: —ἀντίτομον, ου, τό, a remedy, antidote, Hom.; τινος for a thing, Pind.', 'key': 'a)nti/tomos'}