Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπονοστέω
ὑπονόστησις
ὑπονύσσω
ὑπονυστάζω
ὑπόξυλος
ὑποξυράω
ὑποξύριος
ὑποξύω
ὑποπαλαίω
ὑποπάσσω
ὑποπεινάω
ὑπόπεμπτος
ὑποπέμπω
ὑποπέρδομαι
ὑποπερκάζω
ὑποπετάννυμι
ὑπόπετρος
ὑποπιθηκίζω
ὑποπίμπλημι
ὑποπίμπρημι
ὑποπίνω
View word page
ὑποπεινάω
ὑποπεινάω fut. ήσω to be hungry, to begin to be hungry, Ar.
ShortDef
to be hungry, to begin to be hungry
Debugging
Headword:
ὑποπεινάω
Headword (normalized):
ὑποπεινάω
Headword (normalized/stripped):
υποπειναω
IDX:
34120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34159
Key:
u(popeina/w
Data
{'content': 'ὑποπεινάω\n fut. ήσω\n to be hungry, to begin to be hungry, Ar.', 'key': 'u(popeina/w'}