Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπόνομος
ὑπονοσέω
ὑπονοστέω
ὑπονόστησις
ὑπονύσσω
ὑπονυστάζω
ὑπόξυλος
ὑποξυράω
ὑποξύριος
ὑποξύω
ὑποπαλαίω
ὑποπάσσω
ὑποπεινάω
ὑπόπεμπτος
ὑποπέμπω
ὑποπέρδομαι
ὑποπερκάζω
ὑποπετάννυμι
ὑπόπετρος
ὑποπιθηκίζω
ὑποπίμπλημι
View word page
ὑποπαλαίω
ὑποπαλαίω fut. σω to go down voluntarily in wrestling, Luc.

ShortDef

to go down voluntarily in wrestling

Debugging

Headword:
ὑποπαλαίω
Headword (normalized):
ὑποπαλαίω
Headword (normalized/stripped):
υποπαλαιω
IDX:
34118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34157
Key:
u(popalai/w

Data

{'content': 'ὑποπαλαίω\n fut. σω\n to go down voluntarily in wrestling, Luc.', 'key': 'u(popalai/w'}