Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπόνοια
ὑπονομηδόν
ὑπόνομος
ὑπονοσέω
ὑπονοστέω
ὑπονόστησις
ὑπονύσσω
ὑπονυστάζω
ὑπόξυλος
ὑποξυράω
ὑποξύριος
ὑποξύω
ὑποπαλαίω
ὑποπάσσω
ὑποπεινάω
ὑπόπεμπτος
ὑποπέμπω
ὑποπέρδομαι
ὑποπερκάζω
ὑποπετάννυμι
ὑπόπετρος
View word page
ὑποξύριος
ὑποξύριος ὑπο-ξύριος (ξῠ), η, ον ξυρόν under the rasor, Anth.
ShortDef
under the rasor
Debugging
Headword:
ὑποξύριος
Headword (normalized):
ὑποξύριος
Headword (normalized/stripped):
υποξυριος
IDX:
34116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34155
Key:
u(pocu/rios
Data
{'content': 'ὑποξύριος\n ὑπο-ξύριος (ξῠ), η, ον\n ξυρόν\n under the rasor, Anth.', 'key': 'u(pocu/rios'}