Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντιτείχισμα
ἀντιτέμνω
ἀντιτεχνάομαι
ἀντιτέχνησις
ἀντίτεχνος
ἀντιτίθημι
ἀντιτιμάω
ἀντιτιμωρέομαι
ἀντιτίνω
ἀντιτολμάω
ἀντίτολμος
ἀντίτομος
ἀντίτονος
ἀντιτοξεύω
ἀντιτορέω
ἄντιτος
ἀντιτρέφω
ἀντιτυγχάνω
ἀντίτυπος
ἀντιτυπόω
ἀντιτύπτω
View word page
ἀντίτολμος
ἀντίτολμος τόλμα boldly attacking, Aesch.

ShortDef

boldly attacking

Debugging

Headword:
ἀντίτολμος
Headword (normalized):
ἀντίτολμος
Headword (normalized/stripped):
αντιτολμος
IDX:
3414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3415
Key:
a)nti/tolmos

Data

{'content': 'ἀντίτολμος\n τόλμα\n boldly attacking, Aesch.', 'key': 'a)nti/tolmos'}