Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀντιτείνω
ἀντιτείχισμα
ἀντιτέμνω
ἀντιτεχνάομαι
ἀντιτέχνησις
ἀντίτεχνος
ἀντιτίθημι
ἀντιτιμάω
ἀντιτιμωρέομαι
ἀντιτίνω
ἀντιτολμάω
ἀντίτολμος
ἀντίτομος
ἀντίτονος
ἀντιτοξεύω
ἀντιτορέω
ἄντιτος
ἀντιτρέφω
ἀντιτυγχάνω
ἀντίτυπος
ἀντιτυπόω
View word page
ἀντιτολμάω
ἀντιτολμάω to dare to stand against another, πρός τινα Thuc.
ShortDef
to dare to stand against
Debugging
Headword:
ἀντιτολμάω
Headword (normalized):
ἀντιτολμάω
Headword (normalized/stripped):
αντιτολμαω
IDX:
3413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3414
Key:
a)ntitolma/w
Data
{'content': 'ἀντιτολμάω\n to dare to stand against another, πρός τινα Thuc.', 'key': 'a)ntitolma/w'}