Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπομείγνυμι
ὑπομιμνήσκω
ὑπόμισθος
ὑπομνάομαι
ὑπόμνημα
ὑπόμνησις
ὑπομνηστεύομαι
ὑπόμνυμι
ὑπομονή
ὑπόμωρος
ὑποναίω
ὑπονέμομαι
ὑπονέφελος
ὑπονήϊος
ὑπονήχομαι
ὑπονείφω
ὑπονοέω
ὑπόνοια
ὑπονομηδόν
ὑπόνομος
ὑπονοσέω
View word page
ὑποναίω
ὑποναίω to dwell under a place, c. acc., Anth.

ShortDef

to dwell under

Debugging

Headword:
ὑποναίω
Headword (normalized):
ὑποναίω
Headword (normalized/stripped):
υποναιω
IDX:
34099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34138
Key:
u(ponai/w

Data

{'content': 'ὑποναίω\n to dwell under a place, c. acc., Anth.', 'key': 'u(ponai/w'}