Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπομένω
ὑπομείγνυμι
ὑπομιμνήσκω
ὑπόμισθος
ὑπομνάομαι
ὑπόμνημα
ὑπόμνησις
ὑπομνηστεύομαι
ὑπόμνυμι
ὑπομονή
ὑπόμωρος
ὑποναίω
ὑπονέμομαι
ὑπονέφελος
ὑπονήϊος
ὑπονήχομαι
ὑπονείφω
ὑπονοέω
ὑπόνοια
ὑπονομηδόν
ὑπόνομος
View word page
ὑπόμωρος
ὑπόμωρος ὑπό-μωρος, ον, rather stupid or silly, Luc.
ShortDef
rather stupid
Debugging
Headword:
ὑπόμωρος
Headword (normalized):
ὑπόμωρος
Headword (normalized/stripped):
υπομωρος
IDX:
34098
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34137
Key:
u(po/mwros
Data
{'content': 'ὑπόμωρος\n ὑπό-μωρος, ον,\n rather stupid or silly, Luc.', 'key': 'u(po/mwros'}