Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπομενετικός
ὑπομένω
ὑπομείγνυμι
ὑπομιμνήσκω
ὑπόμισθος
ὑπομνάομαι
ὑπόμνημα
ὑπόμνησις
ὑπομνηστεύομαι
ὑπόμνυμι
ὑπομονή
ὑπόμωρος
ὑποναίω
ὑπονέμομαι
ὑπονέφελος
ὑπονήϊος
ὑπονήχομαι
ὑπονείφω
ὑπονοέω
ὑπόνοια
ὑπονομηδόν
View word page
ὑπομονή
ὑπομονή ὑπομονή, ἡ, ὑπομένω a remaining behind, Arist. a holding out, patient endurance, Arist.:— the enduring to do, αἰσχρῶν ἔργων Theophr.

ShortDef

a remaining behind

Debugging

Headword:
ὑπομονή
Headword (normalized):
ὑπομονή
Headword (normalized/stripped):
υπομονη
IDX:
34097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34136
Key:
u(pomonh/

Data

{'content': 'ὑπομονή\n ὑπομονή, ἡ,\n ὑπομένω\n a remaining behind, Arist.\n a holding out, patient endurance, Arist.:— the enduring to do, αἰσχρῶν ἔργων Theophr.', 'key': 'u(pomonh/'}