Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπομεμψίμοιρος
ὑπομενετέος
ὑπομενετικός
ὑπομένω
ὑπομείγνυμι
ὑπομιμνήσκω
ὑπόμισθος
ὑπομνάομαι
ὑπόμνημα
ὑπόμνησις
ὑπομνηστεύομαι
ὑπόμνυμι
ὑπομονή
ὑπόμωρος
ὑποναίω
ὑπονέμομαι
ὑπονέφελος
ὑπονήϊος
ὑπονήχομαι
ὑπονείφω
ὑπονοέω
View word page
ὑπομνηστεύομαι
ὑπομνηστεύομαι Mid. to betroth, Arist.:—Pass., ὑπομνηστευθείς one betrothed, Arist.

ShortDef

to betroth

Debugging

Headword:
ὑπομνηστεύομαι
Headword (normalized):
ὑπομνηστεύομαι
Headword (normalized/stripped):
υπομνηστευομαι
IDX:
34095
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34134
Key:
u(pomnhsteu/omai

Data

{'content': 'ὑπομνηστεύομαι\n Mid. to betroth, Arist.:—Pass., ὑπομνηστευθείς one betrothed, Arist.', 'key': 'u(pomnhsteu/omai'}