Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπομειδιάω
ὑπομείων
ὑπομέμφομαι
ὑπομεμψίμοιρος
ὑπομενετέος
ὑπομενετικός
ὑπομένω
ὑπομείγνυμι
ὑπομιμνήσκω
ὑπόμισθος
ὑπομνάομαι
ὑπόμνημα
ὑπόμνησις
ὑπομνηστεύομαι
ὑπόμνυμι
ὑπομονή
ὑπόμωρος
ὑποναίω
ὑπονέμομαι
ὑπονέφελος
ὑπονήϊος
View word page
ὑπομνάομαι
ὑπομνάομαι Dep. to court clandestinely, ὑπεμνάασθε (Epic 2nd pl. imperf.) γυναῖκα Od.
ShortDef
to court clandestinely
Debugging
Headword:
ὑπομνάομαι
Headword (normalized):
ὑπομνάομαι
Headword (normalized/stripped):
υπομναομαι
IDX:
34092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34131
Key:
u(pomna/omai
Data
{'content': 'ὑπομνάομαι\n Dep. to court clandestinely, ὑπεμνάασθε (Epic 2nd pl. imperf.) γυναῖκα Od.', 'key': 'u(pomna/omai'}