Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὕπομβρος
ὑπομειδιάω
ὑπομείων
ὑπομέμφομαι
ὑπομεμψίμοιρος
ὑπομενετέος
ὑπομενετικός
ὑπομένω
ὑπομείγνυμι
ὑπομιμνήσκω
ὑπόμισθος
ὑπομνάομαι
ὑπόμνημα
ὑπόμνησις
ὑπομνηστεύομαι
ὑπόμνυμι
ὑπομονή
ὑπόμωρος
ὑποναίω
ὑπονέμομαι
ὑπονέφελος
View word page
ὑπόμισθος
ὑπόμισθος ὑπό-μισθος, ον, serving for pay, hired, Luc.
ShortDef
serving for pay, hired
Debugging
Headword:
ὑπόμισθος
Headword (normalized):
ὑπόμισθος
Headword (normalized/stripped):
υπομισθος
IDX:
34091
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34130
Key:
u(po/misqos
Data
{'content': 'ὑπόμισθος\n ὑπό-μισθος, ον,\n serving for pay, hired, Luc.', 'key': 'u(po/misqos'}