Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπόμαργος
ὑπομάσσω
ὕπομβρος
ὑπομειδιάω
ὑπομείων
ὑπομέμφομαι
ὑπομεμψίμοιρος
ὑπομενετέος
ὑπομενετικός
ὑπομένω
ὑπομείγνυμι
ὑπομιμνήσκω
ὑπόμισθος
ὑπομνάομαι
ὑπόμνημα
ὑπόμνησις
ὑπομνηστεύομαι
ὑπόμνυμι
ὑπομονή
ὑπόμωρος
ὑποναίω
View word page
ὑπομείγνυμι
ὑπομείγνυμι fut. -μείξω to add by mixing, Lat. admisceo, τί τινι Plat. intr. to run close under a place, c. dat., Thuc.

ShortDef

mix in, add by mixing

Debugging

Headword:
ὑπομείγνυμι
Headword (normalized):
ὑπομείγνυμι
Headword (normalized/stripped):
υπομειγνυμι
IDX:
34089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34128
Key:
u(pomi/gnumi

Data

{'content': 'ὑπομείγνυμι\n fut. -μείξω\n to add by mixing, Lat. admisceo, τί τινι Plat.\n intr. to run close under a place, c. dat., Thuc.', 'key': 'u(pomi/gnumi'}