Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπόμαζοι
ὑπόμακρος
ὑπομαλακίζομαι
ὑπόμαργος
ὑπομάσσω
ὕπομβρος
ὑπομειδιάω
ὑπομείων
ὑπομέμφομαι
ὑπομεμψίμοιρος
ὑπομενετέος
ὑπομενετικός
ὑπομένω
ὑπομείγνυμι
ὑπομιμνήσκω
ὑπόμισθος
ὑπομνάομαι
ὑπόμνημα
ὑπόμνησις
ὑπομνηστεύομαι
ὑπόμνυμι
View word page
ὑπομενετέος
ὑπομενετέος ὑπομενετέος, ον, verb. adj. of ὑπομένω one must sustain, abide, endure, Thuc., etc.
ShortDef
one must sustain, abide, endure
Debugging
Headword:
ὑπομενετέος
Headword (normalized):
ὑπομενετέος
Headword (normalized/stripped):
υπομενετεος
IDX:
34086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34125
Key:
u(pomenete/os
Data
{'content': 'ὑπομενετέος\n ὑπομενετέος, ον,\n verb. adj. of ὑπομένω\n one must sustain, abide, endure, Thuc., etc.', 'key': 'u(pomenete/os'}