Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπολύω
ὑπόμαζοι
ὑπόμακρος
ὑπομαλακίζομαι
ὑπόμαργος
ὑπομάσσω
ὕπομβρος
ὑπομειδιάω
ὑπομείων
ὑπομέμφομαι
ὑπομεμψίμοιρος
ὑπομενετέος
ὑπομενετικός
ὑπομένω
ὑπομείγνυμι
ὑπομιμνήσκω
ὑπόμισθος
ὑπομνάομαι
ὑπόμνημα
ὑπόμνησις
ὑπομνηστεύομαι
View word page
ὑπομεμψίμοιρος
ὑπομεμψίμοιρος ὑπο-μεμψίμοιρος, ον, somewhat discontented with his lot, Cic.

ShortDef

somewhat discontented with his lot

Debugging

Headword:
ὑπομεμψίμοιρος
Headword (normalized):
ὑπομεμψίμοιρος
Headword (normalized/stripped):
υπομεμψιμοιρος
IDX:
34085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34124
Key:
u(pomemyi/moiros

Data

{'content': 'ὑπομεμψίμοιρος\n ὑπο-μεμψίμοιρος, ον,\n somewhat discontented with his lot, Cic.', 'key': 'u(pomemyi/moiros'}