Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπολύριος
ὑπολύω
ὑπόμαζοι
ὑπόμακρος
ὑπομαλακίζομαι
ὑπόμαργος
ὑπομάσσω
ὕπομβρος
ὑπομειδιάω
ὑπομείων
ὑπομέμφομαι
ὑπομεμψίμοιρος
ὑπομενετέος
ὑπομενετικός
ὑπομένω
ὑπομείγνυμι
ὑπομιμνήσκω
ὑπόμισθος
ὑπομνάομαι
ὑπόμνημα
ὑπόμνησις
View word page
ὑπομέμφομαι
ὑπομέμφομαι Dep. to blame a little or secretly, Plut.
ShortDef
to blame a little
Debugging
Headword:
ὑπομέμφομαι
Headword (normalized):
ὑπομέμφομαι
Headword (normalized/stripped):
υπομεμφομαι
IDX:
34084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34123
Key:
u(pome/mfomai
Data
{'content': 'ὑπομέμφομαι\n Dep. to blame a little or secretly, Plut.', 'key': 'u(pome/mfomai'}