Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπολόχαγος
ὑπολύριος
ὑπολύω
ὑπόμαζοι
ὑπόμακρος
ὑπομαλακίζομαι
ὑπόμαργος
ὑπομάσσω
ὕπομβρος
ὑπομειδιάω
ὑπομείων
ὑπομέμφομαι
ὑπομεμψίμοιρος
ὑπομενετέος
ὑπομενετικός
ὑπομένω
ὑπομείγνυμι
ὑπομιμνήσκω
ὑπόμισθος
ὑπομνάομαι
ὑπόμνημα
View word page
ὑπομείων
ὑπομείων ὑπο-μείων, ονος, somewhat less:— ὑπομείονες, subordinate citizens, opp. to ὅμοιοι, Xen.
ShortDef
somewhat less, inferior, subaltern
Debugging
Headword:
ὑπομείων
Headword (normalized):
ὑπομείων
Headword (normalized/stripped):
υπομειων
IDX:
34083
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34122
Key:
u(pomei/wn
Data
{'content': 'ὑπομείων\n ὑπο-μείων, ονος,\n somewhat less:— ὑπομείονες, subordinate citizens, opp. to ὅμοιοι, Xen.', 'key': 'u(pomei/wn'}