Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπολογιστέος
ὑπόλογος
ὑπόλογος2
ὑπόλοιπος
ὑπολόχαγος
ὑπολύριος
ὑπολύω
ὑπόμαζοι
ὑπόμακρος
ὑπομαλακίζομαι
ὑπόμαργος
ὑπομάσσω
ὕπομβρος
ὑπομειδιάω
ὑπομείων
ὑπομέμφομαι
ὑπομεμψίμοιρος
ὑπομενετέος
ὑπομενετικός
ὑπομένω
ὑπομείγνυμι
View word page
ὑπόμαργος
ὑπόμαργος ὑπό-μαργος, ον, somewhat mad, in comp. ὑπομαργότερος, Hdt.
ShortDef
somewhat mad
Debugging
Headword:
ὑπόμαργος
Headword (normalized):
ὑπόμαργος
Headword (normalized/stripped):
υπομαργος
IDX:
34079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34118
Key:
u(po/margos
Data
{'content': 'ὑπόμαργος\n ὑπό-μαργος, ον,\n somewhat mad, in comp. ὑπομαργότερος, Hdt.', 'key': 'u(po/margos'}