Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπολογίζομαι
ὑπολογιστέος
ὑπόλογος
ὑπόλογος2
ὑπόλοιπος
ὑπολόχαγος
ὑπολύριος
ὑπολύω
ὑπόμαζοι
ὑπόμακρος
ὑπομαλακίζομαι
ὑπόμαργος
ὑπομάσσω
ὕπομβρος
ὑπομειδιάω
ὑπομείων
ὑπομέμφομαι
ὑπομεμψίμοιρος
ὑπομενετέος
ὑπομενετικός
ὑπομένω
View word page
ὑπομαλακίζομαι
ὑπομαλακίζομαι Pass. to grow cowardly by degrees, Xen.
ShortDef
to grow cowardly by degrees
Debugging
Headword:
ὑπομαλακίζομαι
Headword (normalized):
ὑπομαλακίζομαι
Headword (normalized/stripped):
υπομαλακιζομαι
IDX:
34078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34117
Key:
u(pomalaki/zomai
Data
{'content': 'ὑπομαλακίζομαι\n Pass. to grow cowardly by degrees, Xen.', 'key': 'u(pomalaki/zomai'}