Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπολογέω
ὑπολογίζομαι
ὑπολογιστέος
ὑπόλογος
ὑπόλογος2
ὑπόλοιπος
ὑπολόχαγος
ὑπολύριος
ὑπολύω
ὑπόμαζοι
ὑπόμακρος
ὑπομαλακίζομαι
ὑπόμαργος
ὑπομάσσω
ὕπομβρος
ὑπομειδιάω
ὑπομείων
ὑπομέμφομαι
ὑπομεμψίμοιρος
ὑπομενετέος
ὑπομενετικός
View word page
ὑπόμακρος
ὑπόμακρος ὑπό-μακρος, ον, somewhat long, longish, Ar.
ShortDef
somewhat long, longish
Debugging
Headword:
ὑπόμακρος
Headword (normalized):
ὑπόμακρος
Headword (normalized/stripped):
υπομακρος
IDX:
34077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34116
Key:
u(po/makros
Data
{'content': 'ὑπόμακρος\n ὑπό-μακρος, ον,\n somewhat long, longish, Ar.', 'key': 'u(po/makros'}