Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπολιμπάνω
ὑπολισθάνω
ὑπόλισπος
ὑπόλιχνος
ὑπολογέω
ὑπολογίζομαι
ὑπολογιστέος
ὑπόλογος
ὑπόλογος2
ὑπόλοιπος
ὑπολόχαγος
ὑπολύριος
ὑπολύω
ὑπόμαζοι
ὑπόμακρος
ὑπομαλακίζομαι
ὑπόμαργος
ὑπομάσσω
ὕπομβρος
ὑπομειδιάω
ὑπομείων
View word page
ὑπολόχαγος
ὑπολόχαγος ὑπο-λόχᾱγος, ὁ, an under-λοχαγός, a lieutenant, Xen.

ShortDef

an under-λοχαγός, 'lieutenant'

Debugging

Headword:
ὑπολόχαγος
Headword (normalized):
ὑπολόχαγος
Headword (normalized/stripped):
υπολοχαγος
IDX:
34073
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34112
Key:
u(polo/xagos

Data

{'content': 'ὑπολόχαγος\n ὑπο-λόχᾱγος, ὁ,\n an under-λοχαγός, a lieutenant, Xen.', 'key': 'u(polo/xagos'}