Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπολίζων
ὑπόλιθος
ὑπολιμπάνω
ὑπολισθάνω
ὑπόλισπος
ὑπόλιχνος
ὑπολογέω
ὑπολογίζομαι
ὑπολογιστέος
ὑπόλογος
ὑπόλογος2
ὑπόλοιπος
ὑπολόχαγος
ὑπολύριος
ὑπολύω
ὑπόμαζοι
ὑπόμακρος
ὑπομαλακίζομαι
ὑπόμαργος
ὑπομάσσω
ὕπομβρος
View word page
ὑπόλογος2
ὑπόλογος2 ὑπό-λογος, ὁ, a taking into account, a reckoning, account, ὑπόλογον ποιεῖσθαί τινος, Lat. rationem habere rei, Dem.; ἐν ὑπολόγῳ ποιεῖσθαί τι Lys.

ShortDef

held accountable
a taking into account, a reckoning, account

Debugging

Headword:
ὑπόλογος2
Headword (normalized):
ὑπόλογος
Headword (normalized/stripped):
υπολογος2
IDX:
34071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34110
Key:
u(po/logos2

Data

{'content': 'ὑπόλογος2\n ὑπό-λογος, ὁ,\n a taking into account, a reckoning, account, ὑπόλογον ποιεῖσθαί τινος, Lat. rationem habere rei, Dem.; ἐν ὑπολόγῳ ποιεῖσθαί τι Lys.', 'key': 'u(po/logos2'}