Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπόληψις
ὑπολίζων
ὑπόλιθος
ὑπολιμπάνω
ὑπολισθάνω
ὑπόλισπος
ὑπόλιχνος
ὑπολογέω
ὑπολογίζομαι
ὑπολογιστέος
ὑπόλογος
ὑπόλογος2
ὑπόλοιπος
ὑπολόχαγος
ὑπολύριος
ὑπολύω
ὑπόμαζοι
ὑπόμακρος
ὑπομαλακίζομαι
ὑπόμαργος
ὑπομάσσω
View word page
ὑπόλογος
ὑπόλογος ὑπό-λογος, ον, held accountable or liable, Dem.; ὑπόλογον ποιεῖσθαι to hold responsible, Plat.; οὐδέν σοι ὑπόλογον τίθεμαι I put down nothing to your account, Plat.

ShortDef

held accountable
a taking into account, a reckoning, account

Debugging

Headword:
ὑπόλογος
Headword (normalized):
ὑπόλογος
Headword (normalized/stripped):
υπολογος
IDX:
34070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34109
Key:
u(po/logos1

Data

{'content': 'ὑπόλογος\n ὑπό-λογος, ον,\n held accountable or liable, Dem.; ὑπόλογον ποιεῖσθαι to hold responsible, Plat.; οὐδέν σοι ὑπόλογον τίθεμαι I put down nothing to your account, Plat.', 'key': 'u(po/logos1'}