Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπολήνιον
ὑποληπτέος
ὑπόληψις
ὑπολίζων
ὑπόλιθος
ὑπολιμπάνω
ὑπολισθάνω
ὑπόλισπος
ὑπόλιχνος
ὑπολογέω
ὑπολογίζομαι
ὑπολογιστέος
ὑπόλογος
ὑπόλογος2
ὑπόλοιπος
ὑπολόχαγος
ὑπολύριος
ὑπολύω
ὑπόμαζοι
ὑπόμακρος
ὑπομαλακίζομαι
View word page
ὑπολογίζομαι
ὑπολογίζομαι fut. ίσομαι Attic ιοῦμαι Dep.:— to take into account, take account of, Plat., Dem.
ShortDef
to take into account, take account of
Debugging
Headword:
ὑπολογίζομαι
Headword (normalized):
ὑπολογίζομαι
Headword (normalized/stripped):
υπολογιζομαι
IDX:
34068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34107
Key:
u(pologi/zomai
Data
{'content': 'ὑπολογίζομαι\n fut. ίσομαι\n Attic ιοῦμαι\n Dep.:— to take into account, take account of, Plat., Dem.', 'key': 'u(pologi/zomai'}