Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπόλεπτος
ὑπολευκαίνομαι
ὑπολήνιον
ὑποληπτέος
ὑπόληψις
ὑπολίζων
ὑπόλιθος
ὑπολιμπάνω
ὑπολισθάνω
ὑπόλισπος
ὑπόλιχνος
ὑπολογέω
ὑπολογίζομαι
ὑπολογιστέος
ὑπόλογος
ὑπόλογος2
ὑπόλοιπος
ὑπολόχαγος
ὑπολύριος
ὑπολύω
ὑπόμαζοι
View word page
ὑπόλιχνος
ὑπόλιχνος ὑπό-λιχνος, ον, somewhat lickerish or dainty, Luc.
ShortDef
somewhat lickerish
Debugging
Headword:
ὑπόλιχνος
Headword (normalized):
ὑπόλιχνος
Headword (normalized/stripped):
υπολιχνος
IDX:
34066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34105
Key:
u(po/lixnos
Data
{'content': 'ὑπόλιχνος\n ὑπό-λιχνος, ον,\n somewhat lickerish or dainty, Luc.', 'key': 'u(po/lixnos'}