Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπολαμπής
ὑπολάμπω
ὑπολείβω
ὑπολείπω
ὑπόλεπτος
ὑπολευκαίνομαι
ὑπολήνιον
ὑποληπτέος
ὑπόληψις
ὑπολίζων
ὑπόλιθος
ὑπολιμπάνω
ὑπολισθάνω
ὑπόλισπος
ὑπόλιχνος
ὑπολογέω
ὑπολογίζομαι
ὑπολογιστέος
ὑπόλογος
ὑπόλογος2
ὑπόλοιπος
View word page
ὑπόλιθος
ὑπόλιθος ὑπό-λῐθος, ον, somewhat stony, Luc.

ShortDef

somewhat stony

Debugging

Headword:
ὑπόλιθος
Headword (normalized):
ὑπόλιθος
Headword (normalized/stripped):
υπολιθος
IDX:
34062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34101
Key:
u(po/liqos

Data

{'content': 'ὑπόλιθος\n ὑπό-λῐθος, ον,\n somewhat stony, Luc.', 'key': 'u(po/liqos'}