Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπολαμβάνω
ὑπολαμπής
ὑπολάμπω
ὑπολείβω
ὑπολείπω
ὑπόλεπτος
ὑπολευκαίνομαι
ὑπολήνιον
ὑποληπτέος
ὑπόληψις
ὑπολίζων
ὑπόλιθος
ὑπολιμπάνω
ὑπολισθάνω
ὑπόλισπος
ὑπόλιχνος
ὑπολογέω
ὑπολογίζομαι
ὑπολογιστέος
ὑπόλογος
ὑπόλογος2
View word page
ὑπολίζων
ὑπολίζων ὑπ-ολίζων, ον, somewhat less or fewer, Il.

ShortDef

somewhat less

Debugging

Headword:
ὑπολίζων
Headword (normalized):
ὑπολίζων
Headword (normalized/stripped):
υπολιζων
IDX:
34061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34100
Key:
u(poli/zwn

Data

{'content': 'ὑπολίζων\n ὑπ-ολίζων, ον,\n somewhat less or fewer, Il.', 'key': 'u(poli/zwn'}