Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀγχιστῖνος
ἄγχιστος
ἀγχίστροφος
ἀγχιτέρμων
ἀγχίτοκος
ἀγχόθεν
ἀγχόθι
ἀγχόνη
ἀγχόνιος
ἀγχοτάτω
ἀγχότερος
ἀγχοῦ
ἄγχουρος
ἀγχώμαλος
ἄγχω
ἀγωγαῖος
ἀγωγεύς
ἀγωγή
ἀγώγιμος
ἀγώγιον
ἀγωγός
View word page
ἀγχότερος
ἀγχότερος comp. of ἀγχοῦ, nearer, c. gen., Hdt.
ShortDef
nearer
Debugging
Headword:
ἀγχότερος
Headword (normalized):
ἀγχότερος
Headword (normalized/stripped):
αγχοτερος
IDX:
341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n341
Key:
a)gxo/teros
Data
{'content': 'ἀγχότερος\n comp. of ἀγχοῦ, nearer, c. gen., Hdt.', 'key': 'a)gxo/teros'}