Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑποκωμῳδέω
ὑπόκωφος
ὑπολαμβάνω
ὑπολαμπής
ὑπολάμπω
ὑπολείβω
ὑπολείπω
ὑπόλεπτος
ὑπολευκαίνομαι
ὑπολήνιον
ὑποληπτέος
ὑπόληψις
ὑπολίζων
ὑπόλιθος
ὑπολιμπάνω
ὑπολισθάνω
ὑπόλισπος
ὑπόλιχνος
ὑπολογέω
ὑπολογίζομαι
ὑπολογιστέος
View word page
ὑποληπτέος
ὑποληπτέος ὑποληπτέος, ον, verb. adj. of ὑπολαμβάνω one must suppose, understand, think of, Plat.

ShortDef

one must suppose, understand, think of

Debugging

Headword:
ὑποληπτέος
Headword (normalized):
ὑποληπτέος
Headword (normalized/stripped):
υποληπτεος
IDX:
34059
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34098
Key:
u(polhpte/os

Data

{'content': 'ὑποληπτέος\n ὑποληπτέος, ον,\n verb. adj. of ὑπολαμβάνω\n one must suppose, understand, think of, Plat.', 'key': 'u(polhpte/os'}