Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑποκύπτω
ὑπόκυφος
ὑποκώλιον
ὑποκωμῳδέω
ὑπόκωφος
ὑπολαμβάνω
ὑπολαμπής
ὑπολάμπω
ὑπολείβω
ὑπολείπω
ὑπόλεπτος
ὑπολευκαίνομαι
ὑπολήνιον
ὑποληπτέος
ὑπόληψις
ὑπολίζων
ὑπόλιθος
ὑπολιμπάνω
ὑπολισθάνω
ὑπόλισπος
ὑπόλιχνος
View word page
ὑπόλεπτος
ὑπόλεπτος ὑπό-λεπτος, ον, somewhat fine, Luc.
ShortDef
somewhat fine
Debugging
Headword:
ὑπόλεπτος
Headword (normalized):
ὑπόλεπτος
Headword (normalized/stripped):
υπολεπτος
IDX:
34056
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34095
Key:
u(po/leptos
Data
{'content': 'ὑπόλεπτος\n ὑπό-λεπτος, ον,\n somewhat fine, Luc.', 'key': 'u(po/leptos'}