Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑποκριτής
ὑποκριτικός
ὑποκρούω
ὑποκρύπτω
ὑποκρώζω
ὑπόκυκλος
ὑποκύω
ὑποκύπτω
ὑπόκυφος
ὑποκώλιον
ὑποκωμῳδέω
ὑπόκωφος
ὑπολαμβάνω
ὑπολαμπής
ὑπολάμπω
ὑπολείβω
ὑπολείπω
ὑπόλεπτος
ὑπολευκαίνομαι
ὑπολήνιον
ὑποληπτέος
View word page
ὑποκωμῳδέω
ὑποκωμῳδέω fut. ήσω to ridicule a little, Luc.

ShortDef

to ridicule a little

Debugging

Headword:
ὑποκωμῳδέω
Headword (normalized):
ὑποκωμῳδέω
Headword (normalized/stripped):
υποκωμωδεω
IDX:
34049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34088
Key:
u(pokwmw|de/w

Data

{'content': 'ὑποκωμῳδέω\n fut. ήσω\n to ridicule a little, Luc.', 'key': 'u(pokwmw|de/w'}