Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑποκρισία
ὑπόκρισις
ὑποκριτής
ὑποκριτικός
ὑποκρούω
ὑποκρύπτω
ὑποκρώζω
ὑπόκυκλος
ὑποκύω
ὑποκύπτω
ὑπόκυφος
ὑποκώλιον
ὑποκωμῳδέω
ὑπόκωφος
ὑπολαμβάνω
ὑπολαμπής
ὑπολάμπω
ὑπολείβω
ὑπολείπω
ὑπόλεπτος
ὑπολευκαίνομαι
View word page
ὑπόκυφος
ὑπόκυφος ὑπό-κῡφος, ον, somewhat humped, Strab.

ShortDef

somewhat humped

Debugging

Headword:
ὑπόκυφος
Headword (normalized):
ὑπόκυφος
Headword (normalized/stripped):
υποκυφος
IDX:
34047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34086
Key:
u(po/kufos

Data

{'content': 'ὑπόκυφος\n ὑπό-κῡφος, ον,\n somewhat humped, Strab.', 'key': 'u(po/kufos'}