Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑποκρέκω
ὑποκρίνομαι
ὑποκρισία
ὑπόκρισις
ὑποκριτής
ὑποκριτικός
ὑποκρούω
ὑποκρύπτω
ὑποκρώζω
ὑπόκυκλος
ὑποκύω
ὑποκύπτω
ὑπόκυφος
ὑποκώλιον
ὑποκωμῳδέω
ὑπόκωφος
ὑπολαμβάνω
ὑπολαμπής
ὑπολάμπω
ὑπολείβω
ὑπολείπω
View word page
ὑποκύω
ὑποκύω Mid. to conceive, become pregnant, ὑποκῡσαμένη (not -κυσσαμένη) , Hom., Hes.

ShortDef

mid. conceive, become pregnant

Debugging

Headword:
ὑποκύω
Headword (normalized):
ὑποκύω
Headword (normalized/stripped):
υποκυω
IDX:
34045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34084
Key:
u(poku/omai

Data

{'content': 'ὑποκύω\n Mid. to conceive, become pregnant, ὑποκῡσαμένη (not -κυσσαμένη) , Hom., Hes.', 'key': 'u(poku/omai'}