Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑποκόρισμα
ὑποκορισμός
ὑποκουρίζομαι
ὑπόκουφος
ὑποκρατηρίδιον
ὑποκρέκω
ὑποκρίνομαι
ὑποκρισία
ὑπόκρισις
ὑποκριτής
ὑποκριτικός
ὑποκρούω
ὑποκρύπτω
ὑποκρώζω
ὑπόκυκλος
ὑποκύω
ὑποκύπτω
ὑπόκυφος
ὑποκώλιον
ὑποκωμῳδέω
ὑπόκωφος
View word page
ὑποκριτικός
ὑποκριτικός ὑποκρῐτικός, ή, όν belonging to ὑπόκρισις (II), having a good delivery, Arist. suited for speaking or delivery, ὑποκριτικωτάτη λέξις Arist.: ἡ -κή (sc. τέχνη) , the art of delivery, Arist. metaph. pretending to a thing, c. gen., Luc.

ShortDef

suited for speaking or delivery

Debugging

Headword:
ὑποκριτικός
Headword (normalized):
ὑποκριτικός
Headword (normalized/stripped):
υποκριτικος
IDX:
34040
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34079
Key:
u(pokritiko/s

Data

{'content': 'ὑποκριτικός\n ὑποκρῐτικός, ή, όν\n belonging to ὑπόκρισις (II), having a good delivery, Arist.\n suited for speaking or delivery, ὑποκριτικωτάτη λέξις Arist.: ἡ -κή (sc. τέχνη) , the art of delivery, Arist.\n metaph. pretending to a thing, c. gen., Luc.', 'key': 'u(pokritiko/s'}