Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑποκλίνω
ὑποκλονέομαι
ὑποκλοπέομαι
ὑποκλύζω
ὑποκνίζω
ὑποκόλπιος
ὑπόκοπος
ὑποκόπτω
ὑποκορίζομαι
ὑποκόρισμα
ὑποκορισμός
ὑποκουρίζομαι
ὑπόκουφος
ὑποκρατηρίδιον
ὑποκρέκω
ὑποκρίνομαι
ὑποκρισία
ὑπόκρισις
ὑποκριτής
ὑποκριτικός
ὑποκρούω
View word page
ὑποκορισμός
ὑποκορισμός ὑποκορισμός, οῦ, ὁ, = ὑποκόρισμα, Plut. the use of diminutives, Arist.

ShortDef

the use of diminutives

Debugging

Headword:
ὑποκορισμός
Headword (normalized):
ὑποκορισμός
Headword (normalized/stripped):
υποκορισμος
IDX:
34031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34070
Key:
u(pokorismo/s

Data

{'content': 'ὑποκορισμός\n ὑποκορισμός, οῦ, ὁ,\n = ὑποκόρισμα, Plut.\n the use of diminutives, Arist.', 'key': 'u(pokorismo/s'}