Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑποκλέπτω
ὑποκλίνω
ὑποκλονέομαι
ὑποκλοπέομαι
ὑποκλύζω
ὑποκνίζω
ὑποκόλπιος
ὑπόκοπος
ὑποκόπτω
ὑποκορίζομαι
ὑποκόρισμα
ὑποκορισμός
ὑποκουρίζομαι
ὑπόκουφος
ὑποκρατηρίδιον
ὑποκρέκω
ὑποκρίνομαι
ὑποκρισία
ὑπόκρισις
ὑποκριτής
ὑποκριτικός
View word page
ὑποκόρισμα
ὑποκόρισμα from ὑποκορίζομαι ὑποκόρισμα, ατος, τό, a coaxing or endearing name, Aeschin.

ShortDef

a coaxing

Debugging

Headword:
ὑποκόρισμα
Headword (normalized):
ὑποκόρισμα
Headword (normalized/stripped):
υποκορισμα
IDX:
34030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34069
Key:
u(poko/risma

Data

{'content': 'ὑποκόρισμα\n from ὑποκορίζομαι\n ὑποκόρισμα, ατος, τό,\n a coaxing or endearing name, Aeschin.', 'key': 'u(poko/risma'}