ὑποκόρισμα
ὑποκόρισμα
from ὑποκορίζομαι
ὑποκόρισμα, ατος, τό,
a coaxing or endearing name, Aeschin.
{
"content": "ὑποκόρισμα\n from ὑποκορίζομαι\n ὑποκόρισμα, ατος, τό,\n a coaxing or endearing name, Aeschin.",
"key": "u(poko/risma"
}