Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑποκινέω
ὑποκλαίω
ὑποκλέπτω
ὑποκλίνω
ὑποκλονέομαι
ὑποκλοπέομαι
ὑποκλύζω
ὑποκνίζω
ὑποκόλπιος
ὑπόκοπος
ὑποκόπτω
ὑποκορίζομαι
ὑποκόρισμα
ὑποκορισμός
ὑποκουρίζομαι
ὑπόκουφος
ὑποκρατηρίδιον
ὑποκρέκω
ὑποκρίνομαι
ὑποκρισία
ὑπόκρισις
View word page
ὑποκόπτω
ὑποκόπτω fut. ψω to cut beneath, to hamstring, Plut.

ShortDef

to cut beneath, to hamstring

Debugging

Headword:
ὑποκόπτω
Headword (normalized):
ὑποκόπτω
Headword (normalized/stripped):
υποκοπτω
IDX:
34028
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34067
Key:
u(poko/ptw

Data

{'content': 'ὑποκόπτω\n fut. ψω\n to cut beneath, to hamstring, Plut.', 'key': 'u(poko/ptw'}