Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑποκηρύσσω
ὑποκινέω
ὑποκλαίω
ὑποκλέπτω
ὑποκλίνω
ὑποκλονέομαι
ὑποκλοπέομαι
ὑποκλύζω
ὑποκνίζω
ὑποκόλπιος
ὑπόκοπος
ὑποκόπτω
ὑποκορίζομαι
ὑποκόρισμα
ὑποκορισμός
ὑποκουρίζομαι
ὑπόκουφος
ὑποκρατηρίδιον
ὑποκρέκω
ὑποκρίνομαι
ὑποκρισία
View word page
ὑπόκοπος
ὑπόκοπος ὑπό-κοπος, ον, somewhat tired, Xen.
ShortDef
somewhat tired
Debugging
Headword:
ὑπόκοπος
Headword (normalized):
ὑπόκοπος
Headword (normalized/stripped):
υποκοπος
IDX:
34027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34066
Key:
u(po/kopos
Data
{'content': 'ὑπόκοπος\n ὑπό-κοπος, ον,\n somewhat tired, Xen.', 'key': 'u(po/kopos'}