Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπόκειμαι
ὑποκηρύσσω
ὑποκινέω
ὑποκλαίω
ὑποκλέπτω
ὑποκλίνω
ὑποκλονέομαι
ὑποκλοπέομαι
ὑποκλύζω
ὑποκνίζω
ὑποκόλπιος
ὑπόκοπος
ὑποκόπτω
ὑποκορίζομαι
ὑποκόρισμα
ὑποκορισμός
ὑποκουρίζομαι
ὑπόκουφος
ὑποκρατηρίδιον
ὑποκρέκω
ὑποκρίνομαι
View word page
ὑποκόλπιος
ὑποκόλπιος ὑπο-κόλπιος, ον, under the folds of the robe, Anth.

ShortDef

in lap, in robe, in womb

Debugging

Headword:
ὑποκόλπιος
Headword (normalized):
ὑποκόλπιος
Headword (normalized/stripped):
υποκολπιος
IDX:
34026
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34065
Key:
u(poko/lpios

Data

{'content': 'ὑποκόλπιος\n ὑπο-κόλπιος, ον,\n under the folds of the robe, Anth.', 'key': 'u(poko/lpios'}