Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντισυλλογίζομαι
ἀντισυναντάω
ἀντισφαιρίζω
ἀντίσχω
ἀντίταγμα
ἀντιταλαντεύω
ἀντίταξις
ἀντιτάσσω
ἀντιτείνω
ἀντιτείχισμα
ἀντιτέμνω
ἀντιτεχνάομαι
ἀντιτέχνησις
ἀντίτεχνος
ἀντιτίθημι
ἀντιτιμάω
ἀντιτιμωρέομαι
ἀντιτίνω
ἀντιτολμάω
ἀντίτολμος
ἀντίτομος
View word page
ἀντιτέμνω
ἀντιτέμνω to cut against, i. e. to provide a remedy or antidote, Eur.

ShortDef

to cut against

Debugging

Headword:
ἀντιτέμνω
Headword (normalized):
ἀντιτέμνω
Headword (normalized/stripped):
αντιτεμνω
IDX:
3405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3406
Key:
a)ntite/mnw

Data

{'content': 'ἀντιτέμνω\n to cut against, i. e. to provide a remedy or antidote, Eur.', 'key': 'a)ntite/mnw'}