Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑποθάλπω
ὑποθερμαίνω
ὑπόθερμος
ὑπόθεσις
ὑποθετέος
ὑποθέω
ὑποθήκη
ὑποθημοσύνη
ὑποθήμων
ὑποθλίβω
ὑποθορυβέω
ὑποθράττω
ὑποθρύπτομαι
ὑποθυμίς
ὑποθωπεύω
ὑποθωρήσσομαι
ὑποϊάχω
ὑποικέω
ὑποικοδομέω
ὑποικουρέω
ὑποιμώζω
View word page
ὑποθορυβέω
ὑποθορυβέω fut. ήσω to begin to make a clamour, Thuc.

ShortDef

to begin to make a clamour

Debugging

Headword:
ὑποθορυβέω
Headword (normalized):
ὑποθορυβέω
Headword (normalized/stripped):
υποθορυβεω
IDX:
33996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34035
Key:
u(poqorube/w

Data

{'content': 'ὑποθορυβέω\n fut. ήσω\n to begin to make a clamour, Thuc.', 'key': 'u(poqorube/w'}