Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπόζωμα
ὑποζώννυμι
ὑπόζωσμα
ὑποθάλπω
ὑποθερμαίνω
ὑπόθερμος
ὑπόθεσις
ὑποθετέος
ὑποθέω
ὑποθήκη
ὑποθημοσύνη
ὑποθήμων
ὑποθλίβω
ὑποθορυβέω
ὑποθράττω
ὑποθρύπτομαι
ὑποθυμίς
ὑποθωπεύω
ὑποθωρήσσομαι
ὑποϊάχω
ὑποικέω
View word page
ὑποθημοσύνη
ὑποθημοσύνη ὑποθημοσύνη, ἡ, a suggestion, hint, warning, ὑποθημοσύνῃσιν Ἀθήνης (Epic dat. pl.) Hom.; Ἑρμοῦ ὑποθημοσύνῃ Xen. from ὑποθήμων

ShortDef

a suggestion, hint, warning

Debugging

Headword:
ὑποθημοσύνη
Headword (normalized):
ὑποθημοσύνη
Headword (normalized/stripped):
υποθημοσυνη
IDX:
33993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34032
Key:
u(poqhmosu/nh

Data

{'content': 'ὑποθημοσύνη\n ὑποθημοσύνη, ἡ,\n a suggestion, hint, warning, ὑποθημοσύνῃσιν Ἀθήνης (Epic dat. pl.) Hom.; Ἑρμοῦ ὑποθημοσύνῃ Xen.\n from ὑποθήμων', 'key': 'u(poqhmosu/nh'}