Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑποδύτης
ὑποδύω
ὑποζάκορος
ὑποζεύγνυμι
ὑποζύγιον
ὑπόζωμα
ὑποζώννυμι
ὑπόζωσμα
ὑποθάλπω
ὑποθερμαίνω
ὑπόθερμος
ὑπόθεσις
ὑποθετέος
ὑποθέω
ὑποθήκη
ὑποθημοσύνη
ὑποθήμων
ὑποθλίβω
ὑποθορυβέω
ὑποθράττω
ὑποθρύπτομαι
View word page
ὑπόθερμος
ὑπόθερμος ὑπό-θερμος, ον, somewhat hot or passionate, Hdt.

ShortDef

somewhat hot

Debugging

Headword:
ὑπόθερμος
Headword (normalized):
ὑπόθερμος
Headword (normalized/stripped):
υποθερμος
IDX:
33988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34027
Key:
u(po/qermos

Data

{'content': 'ὑπόθερμος\n ὑπό-θερμος, ον,\n somewhat hot or passionate, Hdt.', 'key': 'u(po/qermos'}