Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑποδράω
ὑποδύτης
ὑποδύω
ὑποζάκορος
ὑποζεύγνυμι
ὑποζύγιον
ὑπόζωμα
ὑποζώννυμι
ὑπόζωσμα
ὑποθάλπω
ὑποθερμαίνω
ὑπόθερμος
ὑπόθεσις
ὑποθετέος
ὑποθέω
ὑποθήκη
ὑποθημοσύνη
ὑποθήμων
ὑποθλίβω
ὑποθορυβέω
ὑποθράττω
View word page
ὑποθερμαίνω
ὑποθερμαίνω Pass., aor1 ὑπ-εθερμάνθην to heat a little:—Pass. to grow somewhat hot, be heated, Il.
ShortDef
to heat a little
Debugging
Headword:
ὑποθερμαίνω
Headword (normalized):
ὑποθερμαίνω
Headword (normalized/stripped):
υποθερμαινω
IDX:
33987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34026
Key:
u(poqermai/nw
Data
{'content': 'ὑποθερμαίνω\n Pass., aor1 ὑπ-εθερμάνθην\n to heat a little:—Pass. to grow somewhat hot, be heated, Il.', 'key': 'u(poqermai/nw'}