Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑποδρομή
ὑπόδρομος
ὑπόδροσος
ὑποδράω
ὑποδύτης
ὑποδύω
ὑποζάκορος
ὑποζεύγνυμι
ὑποζύγιον
ὑπόζωμα
ὑποζώννυμι
ὑπόζωσμα
ὑποθάλπω
ὑποθερμαίνω
ὑπόθερμος
ὑπόθεσις
ὑποθετέος
ὑποθέω
ὑποθήκη
ὑποθημοσύνη
ὑποθήμων
View word page
ὑποζώννυμι
ὑποζώννυμι and -ύω fut. -ζώσω Pass., perf. ὑπ-έζωσμαι to undergird, Plut.:—Pass., ζειρὰς ὑπεζωσμένοι girt with ζειραί, Hdt. to undergird or frap a ship (v. ὑπόζωμα II), Polyb., NTest.

ShortDef

to undergird

Debugging

Headword:
ὑποζώννυμι
Headword (normalized):
ὑποζώννυμι
Headword (normalized/stripped):
υποζωννυμι
IDX:
33984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34023
Key:
u(pozw/nnumi

Data

{'content': 'ὑποζώννυμι\n and -ύω\n fut. -ζώσω\n Pass., perf. ὑπ-έζωσμαι\n to undergird, Plut.:—Pass., ζειρὰς ὑπεζωσμένοι girt with ζειραί, Hdt.\n to undergird or frap a ship (v. ὑπόζωμα II), Polyb., NTest.', 'key': 'u(pozw/nnumi'}