Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑποδρηστήρ
ὑποδρομή
ὑπόδρομος
ὑπόδροσος
ὑποδράω
ὑποδύτης
ὑποδύω
ὑποζάκορος
ὑποζεύγνυμι
ὑποζύγιον
ὑπόζωμα
ὑποζώννυμι
ὑπόζωσμα
ὑποθάλπω
ὑποθερμαίνω
ὑπόθερμος
ὑπόθεσις
ὑποθετέος
ὑποθέω
ὑποθήκη
ὑποθημοσύνη
View word page
ὑπόζωμα
ὑπόζωμα ὑπόζωμα, ατος, τό, the diaphragm, midriff, Arist. in pl. braces passed under the hull of a vessel, so as to undergird her (cf. ὑποζώννυμι II), Plat.

ShortDef

the diaphragm, midriff

Debugging

Headword:
ὑπόζωμα
Headword (normalized):
ὑπόζωμα
Headword (normalized/stripped):
υποζωμα
IDX:
33983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34022
Key:
u(po/zwma

Data

{'content': 'ὑπόζωμα\n ὑπόζωμα, ατος, τό,\n the diaphragm, midriff, Arist.\n in pl. braces passed under the hull of a vessel, so as to undergird her (cf. ὑποζώννυμι II), Plat.', 'key': 'u(po/zwma'}