Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπόδοσις
ὑποδοχή
ὑπόδρα
ὑποδρηστήρ
ὑποδρομή
ὑπόδρομος
ὑπόδροσος
ὑποδράω
ὑποδύτης
ὑποδύω
ὑποζάκορος
ὑποζεύγνυμι
ὑποζύγιον
ὑπόζωμα
ὑποζώννυμι
ὑπόζωσμα
ὑποθάλπω
ὑποθερμαίνω
ὑπόθερμος
ὑπόθεσις
ὑποθετέος
View word page
ὑποζάκορος
ὑποζάκορος ὑπο-ζάκορος, ὁ, ἡ, an under-priest or priestess, Hdt.

ShortDef

an under-priest

Debugging

Headword:
ὑποζάκορος
Headword (normalized):
ὑποζάκορος
Headword (normalized/stripped):
υποζακορος
IDX:
33980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34019
Key:
u(poza/koros

Data

{'content': 'ὑποζάκορος\n ὑπο-ζάκορος, ὁ, ἡ,\n an under-priest or priestess, Hdt.', 'key': 'u(poza/koros'}